- δειπνούντων
- δειπνέωmake a mealpres part act masc/neut gen pl (attic epic doric)δειπνέωmake a mealpres imperat act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… … Dictionary of Greek
μύστρον — μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ) κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.) μσν. μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια αρχ. 1. μυστίλη * 2. φρ. «μύστρου πλῆθος» πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ … Dictionary of Greek